- πολύσχιδος
- -ον, Αβλ. πολυσχιδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… … Dictionary of Greek